κυριολεκτικός

κυριολεκτικός
-ή, -ό
αυτός που λέγεται, που γράφεται ή εννοείται κατά κυριολεξία, αυτός που έχει την ακριβή σημασία τής λέξης ή τής φράσης και όχι τη μεταφορική.
επίρρ...
κυριολεκτικώς και -ά (Μ κυριολεκτικώς)
1. με κυριολεξία, με την κύρια σημασία τής λέξης ή φράσης, κατά γράμμα
2. πραγματικά, αληθινά, αυτόχρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυριόλεκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυριολεκτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που λέγεται ή γράφεται στην ακριβή σημασίας της λέξης και όχι στη μεταφορική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… …   Dictionary of Greek

  • κυριόλεκτος — κυριόλεκτος, ον (AM) αυτός που λέγεται ή γράφεται ή εννοείται με την κύρια σημασία, κυριολεκτικός αρχ. αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο. επίρρ... κυριολέκτως (Α) με κυριολεξία, κυριολεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + λεκτος (< λέγω),… …   Dictionary of Greek

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”